- μυξῖνος
- μυξῖνοςslime-fishmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυξίνος — μυξῑνος, ὁ (Α) είδος ψαριού που έχει γλοιώδες δέρμα, είδος κεστρέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + κατάλ. ῖνος (πρβλ. κορακ ίνος)] … Dictionary of Greek
μυξῖνοι — μυξῖνος slime fish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυξῖνον — μυξῖνος slime fish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυξίνη — και μυξίνα, η ζωολ. γένος θαλάσσιων κυκλόστομων αγνάθων τής οικογένειας myxinidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myxine (< μυξίνος* < μύξα). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στο περιοδικό Όμηρος] … Dictionary of Greek
μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… … Dictionary of Greek
μυξίνου — μυξί̱νου , μυξῖνος slime fish masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυξίνους — μυξί̱νους , μυξῖνος slime fish masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
meug-2, meuk- — meug 2, meuk English meaning: to slide, slip Deutsche Übersetzung: A. ‘schlũpfen, schlũpfrig”, out of it ‘schleimig, Schleim”; andererseits B. “darũber streichen, gleiten, entgleiten” Note: also with anlaut. s Material: A.… … Proto-Indo-European etymological dictionary